βατίστα

βατίστα
η батист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βατίστα" в других словарях:

  • βατίστα — βατίστα, η και μπατίστα, η (λ. ιταλ.), πολύ λεπτό και πυκνό λινό ύφασμα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των λευκών ειδών του σπιτιού: Το σεντόνι αυτό είναι φτιαγμένο από εξαιρετική βατίστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατίστα — και μπατίστα, η ύφασμα λινό, λεπτό με πυκνή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batista < γαλλ. batiste, το οποίο συνδέθηκε πιθ. παρετυμολογικά με το Baptiste, που θεωρήθηκε ότι ήταν το όνομα του εργοστασιάρχη Baptiste de Cambrais (13ος αιώνας), που… …   Dictionary of Greek

  • μπατίστα — και βατίστα, η είδος λινού υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batista < γαλλ. batiste από το όνομα τού Batiste Chambray, που ανέπτυξε τη βιομηχανία λινών στη Φλάνδρα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»